- καταπλακώνω
- (Μ καταπλακώνω)(επιτ. τ. τού πλακώνω)1. πέφτω πάνω σε κάτι και με το βάρος μου τό συνθλίβω, συντρίβω εντελώς («κατέπεσε ο τοίχος και καταπλάκωσε δύο εργάτες»)2. επιχωματώνω3. (για συναίσθημα) κατακυριεύω, πλακώνω την ψυχή4. (μέσ. και παθ.) καταπλακώνομαια) κατακαλύπτομαι, σκεπάζομαι εντελώς από κάτι («καταπλακώθηκαν από το χιόνι»)β) ποδοπατιέμαι, τσαλαπατιέμαι («καταπλακώνετ' ο λαός κι ο είς τον άλλο αμπώθει», Ερωτόκρ.)γ) φθάνω, ενσκήπτω («ως είδαν ότι ο χειμών καταπλακώθη»).
Dictionary of Greek. 2013.